- ακαταδυνάστευτος
- -η, -ο [καταδυναστεύω]1. όποιος δεν ταλαιπωρείται από δυνάστη, από σκληρό άρχοντα2. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη3. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν καταδυναστεύσει«λαός ακαταδυνάστευτος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταδυνάστευτος — η, ο αυτός που δεν υποκύπτει σε δυνάστη: Οι λαοί αγωνίζονται να ζήσουν ακαταδυνάστευτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)